- κολῳόν
- κολῳόςbrawlingmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κολωός — κολῳός, ὁ (Α) διαμάχη, μάλωμα με φωνές («ἐν δὲ θεοῖσι κολῳὸν ἐλαύνετον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υποχωρητ. παρ. τού ρ. κολῳώ / άω] … Dictionary of Greek